- κληρονόμου
- κληρόνομοςheirmasc gen sgκληρονόμοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθολικό καταπίστευμα — Η υποχρέωση, από τη διαθήκη, του κληρονόμου να παραδώσει σε άλλο πρόσωπο (καταπιστευματοδόχος) την περιουσία που κληρονόμησε ή ποσοστό αυτής. Με αυτό τον τρόπο δίνεται επίσης η δυνατότητα στον κληρονομούμενο να ορίσει το πρόσωπο στο οποίο θα… … Dictionary of Greek
καταπίστευμα, κληρονομικό — Η υποχρέωση που επιβάλλει ο διαθέτης στον κληρονόμο να παραδώσει ολόκληρη την περιουσία που κληρονόμησε ή ένα μέρος της σε άλλο πρόσωπο. Κ.κ. συνάγεται ότι υπάρχει όταν η εγκατάσταση κληρονόμου συντελέστηκε υπό αίρεση ή προθεσμία ή ακόμη όταν o… … Dictionary of Greek
κληρονομική διαδοχή — Αλλαγή συνόλου σχέσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενός ατόμου μετά τον θάνατό του. Το νέο πρόσωπο είναι ο κληρονόμος, το παλιό ο κληρονομούμενος και το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων η κληρονομιά. Ο κληρονόμος συνήθως είναι καθολικός… … Dictionary of Greek
διαθήκη — (Νομ.). Έγγραφο με το οποίο ένα πρόσωπο (διαθέτης) ορίζει ότι η περιουσία του ως σύνολο ή κατά ποσοστά (κληρονομιά) θα περιέλθει μετά τον θάνατό του σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμους). Για να είναι έγκυρη η δ. πρέπει να αποτελεί έκφραση… … Dictionary of Greek
κληροδότημα — Κάθε περιουσιακή ωφέλεια (πράγμα, απαίτηση κλπ.) που ο διαθέτης, με διάταξη η οποία περιλαμβάνεται στη διαθήκη του, προσπορίζει σε ένα πρόσωπο, χωρίς όμως να το διορίζει κληρονόμο του. Κ. μπορεί να αναγραφεί και προς όφελος μεριδιούχου της «εξ… … Dictionary of Greek
κωδίκελος — Όρος του κληρονομικού δικαίου που πλέον δεν ισχύει. Είναι βυζαντινορωμαϊκής προέλευσης και είχε διατηρηθεί στο νεότερο δίκαιο με τον νόμο ΓΨΛ’/1911, ο οποίος καταργήθηκε με την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (1946). Ο κ. ήταν ένα είδος διαθήκης, με… … Dictionary of Greek
ένσταση — η (AM ἔνστασις) [ενίστημι] αντίρρηση, αντίθεση σε επιχείρημα ή άποψη νεοελλ. 1. ισχυρισμός τον οποίο προβάλλει ο εναγόμενος εναντίον τής εις βάρος του αγωγής ή αντιπρόταση άλλου δικαιώματος του 2. φρ. «ένσταση απαρτίας» αντίρρηση που υποβάλλεται… … Dictionary of Greek
απογραφή — Στατιστική εργασία με τη βοήθεια της οποίας υπολογίζεται περιοδικά και ταυτόχρονα ο αριθμός των κατοίκων μιας περιοχής και η βιολογική (ηλικία, φύλο) και κοινωνική (ιθαγένεια, γλώσσα, εκπαίδευση, θρησκεία, οικονομική και επαγγελματική κατηγορία)… … Dictionary of Greek
ευεργέτημα — Το αποτέλεσμα της ευεργεσίας, η χάρη, μια ωφέλιμη και γενικά καλή πράξη. Ο όρος χρησιμοποιείται και στη νομική γλώσσα αλλά με διαφορετικές έννοιες, ανάλογα με τις περιπτώσεις. Στο μεσαιωνικό δίκαιο ο όρος ε. δήλωνε την παραχώρηση της κάρπωσης… … Dictionary of Greek
καταπίστευμα — το 1. γεν. το πράγμα το οποίο, ή την εκτέλεση τού οποίου, εμπιστεύεται κάποιος σε άλλον 2. κληροδοσία, κληροδότημα, ό,τι κληροδοτείται από τον διαθέτη σε άλλον 3. ρωμ. δίκ. η κληροδοσία που συνιστά ο διαθέτης με τη διαθήκη του χωρίς να… … Dictionary of Greek